On the Motorway to Athens, 2000-12

text

Δεν ξέρω πού είμαι, ούτε πώς βρέθηκα εδώ αλλά το μέρος είναι γνωστό. Ισως να είναι κάπου κοντά στην παλαιά Εθνική Αθηνών-Κορίνθου, δηλαδή ένα σημείο πάνω στο χάρτη, κοντά στη γραμμή που δηλώνει τον αυτοκινητόδρομο. Στέκομαι πάνω σε μια μπετονένια γέφυρα σε ασυνήθιστα μεγάλο ύψος από το έδαφος. Ολα είναι γκρίζα. Ο αέρας είναι γεμάτος από κάποια λεπτή σκόνη και αναπνέω με αγωνία. Μια απροσδιόριστη εποχή, ίσως να είναι φθινόπωρο, ή άνοιξη, ή ακόμα και ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ήλιος είναι έτοιμος να εκραγεί μετά από ώρες και ώρες ανελέητης ηλιοφάνειας. Πίσω από την σκόνη που φοβάμαι να εισπνεύσω, μαντεύω ένα θυμωμένο ήλιο. Δεν έχω θέα του τοπίου από κάτω αλλά ξέρω καλά πώς είναι: αρρωστημένα ελαιόδεντρα με σκονισμένα φύλλα από το γειτονικό λατομείο, ένα μικρό νεκροταφείο με μια σειρά κυπαρίσσια να μισοκρύβουν τον πέτρινο τοίχο που το περιβάλλει, μια κλωστουφαντουργία, με στέγες από ελενίτ χτισμένη όπως-όπως σε κάποιου το χωράφι στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ένας μη ανεσκαμμένος αρχαιολογικός χώρος, πρόχειρα περιφραγμένος, χορταριασμένος και γεμάτος σκουπίδια, το διπλό τόξο του λόγκο των μακντόναλντς να εξέχει σαν μυστηριώδες ιερογλυφικό από κάποιο ερειπωμένο μέλλον, μερικά σκόρπια, μικρά σπίτια σαν άσπροι κύβοι, αμήχανα τοποθετημένα στο τοπίο και στο βάθος, η θάλασσα. Δεν έχει πολύ κίνηση πάνω στη γέφυρα, μερικά γιωταχί, πιό πολλά φορτηγά που με προσπερνούν με μεγάλη ταχύτητα. Ανάμεσα στα διερχόμενα οχήματα, στην απέναντι πλευρά του οδοστρώματος, διακρίνω μια φιγούρα ακίνητη σαν άγαλμα που με κοιτάζει επίμονα. Αναγνωρίζω έκπληκτη τη γιαγιά μου, μητέρα της μητέρας μου, νεκρή εδω και χρόνια. Από την ηβική χώρα μέχρι τον θώρακα το σώμα της είναι κενό σαν καποιος να αδειασε ό,τι βρισκόταν εκέι μέσα με ένα μεγάλο κουτάλι. Δεν υπάρχουν όργανα, σάρκες και κόκκαλα. Μόνο δέρμα. Μια σκουριασμένη κουλούρα χοντρο σύρμα κραταει το σώμα στη θέση του. Αυτή η σκουριά είναι το μόνο χρώμα μέσα στο τεφρό. Από τις όχθες του Passaic, παρακολούθησα τη γέφυρα να περιστρέφεται γύρω από έναν κεντρικό άξονα για ν΄ αφήσει ένα αδρανές ορθογώνιο σχήμα να περάσει μαζί με το άγνωστο φορτίο του. Από τη μεριά του Passaic (τη Δυτική), η γέφυρα περιστράφηκε προς Νότο, ενώ από τη μεριά του Rutherford (την ανατολική) περιστράφηκε προς Βορρά. Οι περιστροφές αυτές μου εφεραν στο νου τις μετρημένες κινήσεις ενός παρωχημένου κόσμου. Το δίπολο “Βορράς και Νότος” κρεμόταν πάνω από τον στατικό ποταμό. Θα μπορούσε κανείς νάναφερθεί σ΄αυτή τη γέφυρα ως το “Μνημείο των εξαρθρωμένων κατευθύνσεων”.

Χωμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινητου, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι κοιτάζω αχόρταγα τα πολυάριθμα αξιοθέατα της Εθνικής Οδού. Στα διυλιστήρια της Μότορ ‘Οιλ το όχημα προσπερνά μια περιφραγμένη πόλη φτιαγμένη από ατσάλι, με φύλακες και πύργους ελέγχου στην πύλη. Οι δεξαμενές πετρελαίου είναι οι κατοικίες και το δίκτυο των σωληνώσεων είναι οι δρόμοι, οι κάτοικοι της πόλης μοιάζουν με τις κατοικίες τους, σαν να γεννήθηκαν από τα ανύπαρκτα σπλάγχνα τους, είναι τα δεξαμενοειδή. Σε κάποια κατασκευή σαν μικρό μπαλκόνι ή άμβωνα βλέπω τέσσερις από αυτές τις μορφές να στέκονται σαν βασιλείς που χαιρετούν. Οταν ταξιδεύουμε προς την Κόρινθο το βράδυ, βλέπω από μακρυά τα φώτα της “πόλης” να σχεδιάζουν τις όμορφες καμπύλες των δεξαμενών. Στη διπλανή λωρίδα κυκλοφορίας, δυο αμερικανοί τουρίστες σε νοικιασμένο αυτοκίνητο, τρομαγμένοι από την κίνηση και τη ζέστη, σκέφτονται ότι ίσως να μιλώ αγγλικά και μου ζητούν πληροφορίες μέσα από το ανοικτό τους παράθυρο. Θέλουν να πάνε στην Ελευσίνα, να δουν τον τόπο των μυστηρίων. Πρέπει να περάσουν από τα ναυπηγεία πρώτα... Οταν το αυτοκίνητό τους μετακινείται βλέπω τον εξωτερικό τοίχο κάποιας βίλας του 1960. Είναι καλυμμένος με συνθήματα και γκραφίτι. Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά. Κολλάμε πάλι στην κίνηση έξω από την Αθήνα. Απέναντι, -αν και σε προηγούμενο ταξίδι-, βλέπω αρκετά καθαρά και από απόσταση ασφαλείας τους τρόφιμους του ψυχιατρικού νοσοκομείου Δαφνίου γατζωμένους στα κάγκελα να γνέφουν στους περαστικούς. Τα χείλη τους κινούνται, χειρονομούν, κάποιοι γελούν εναποθέτοντας ένα βαρύ φορτίο σιωπής πάνω στον θορυβώδη αυτοκινητόδρομο. Στα δεξιά μου, ο πέτρινος περίβολος της Μονής Δαφνίου. Βουτάω για πολλοστή φορά στον μικρόκοσμο της λιθοδομής του και αναρωτιέμαι ξανά, αν είναι φτιαγμένος αποκλειστικά από θραύσματα. Είκοσι περίπου χιλιόμετρα με βιομηχανικά κτήρια και στο ύψος της Χαλυβουργικής παρατηρώ κάτι που με απορροφά για το υπόλοιπο του ταξιδιού: Δύο μπλέ πινακίδες με άσπρα γράμματα που πληροφορούν: Αρχή. Τέλος. Writer: -How shall we get back? Stalker: -Here nobody returns. Writer: -What do you mean ? Stalker:- We ‘ll proceed as agreed. Each time I’ ll indicate the direction. It’s dangerous to veer from it. Keep the last pole in sight. You go first, professor…Now you. Try to keep to his tracks. Είμαι γύρω στα δέκα και απολύτως τρομοκρατημένη. Βρίσκομαι στη θέση του οδηγού σε ένα τεράστιο, όπως μου φαίνεται, φορτηγό όχημα. Δεν ξέρω να οδηγώ. Το όχημα κινείται και τυχαία καταφέρνω να βρω το φρένο και να σταματήσω στη διασταύρωση. Μπορώ να στρίψω δεξιά για Πάτρα ή αριστερά για ‘Αργος. ‘Η να συνεχίσω ευθεία. ‘Ομως δεν ξέρω να οδηγώ. Είμαι η μόνη που περιμένω στο φανάρι. Είναι ακόμη κόκκινο. Γύρω μου τα αυτοκίνητα προσπερνούν με ιλλιγγιώδη, όπως μου φαίνεται, ταχύτητα.

Τρία φανάρια πιό κάτω, μετά ευθεία για περίπου ένα χιλιόμετρο, πέρνα την πρώτη πλατεία, συνέχισε μέχρι την Αριστοτέλους, από κει ρίξε μια ματιά στα δεξιά σου, θα δεις την παλιά πόλη να σκαρφαλώνει στο λόφο και το επταπύγιο. Στ΄αριστερά, απλώνεται η παραλία. Συνέχισε ευθεία μέχρι να προσπεράσεις το εργοστάσιο του Φιξ. Πρόσεξε όταν φτάσεις στο ύψος του στρατοπέδου, ο δρόμος κάνει μια επικίνδυνη στροφή. Στρίψε προς Καλοχώρι. Είναι άλλα δεκαπέντε χιλιόμετρα από εκεί. Μόλις βγείς από το χωριό, στρίψε αριστερά και επιβράδυνε. Από εκεί μπαίνεις στο Δέλτα και βρίσκεσαι σύντομα σε έναν στενό χωματόδρομο ανάμεσα σε νερά. Το χειμώνα, μεγάλα τμήματα του δρόμου καλύπτονται τελείως από το νερό αλλά μπορείς να πας αν οδηγήσεις προσεκτικά. Ξεχνάς τα πάντα μπροστά σ΄αυτόν τον ανοιχτό, καμπύλο ορίζοντα. Μαύρα ξερόκλαδα αντανακλώνται στ’ ακίνητα νερά, πουλιά, μικροί πρασινοκόκκινοι θάμνοι ξεπροβάλλουν σαν νησάκια και γίνονται όλο και πιο σποραδικοί. Η πρώτη ξύλινη καλύβα που θα βρεις στα αριστερά σου είναι η ταβέρνα. Να καθήσετε έξω, στην ξύλινη βεράντα. Είναι κλεισμένη ως επάνω με κοτετσόσυρμα για να μην μπαίνουν τα πουλιά. Στο βάθος, απέναντι, θα δεις το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ξέρεις πώς λένε αυτό το μέρος οι θαμώνες του καφέ Ματζέστικ; Μπαγκλαντές.

Συχνά, ξεκινούν χωρίς σαφή προορισμό, φεύγουν μόνο για να βγουν από την πόλη και να δουν λίγη γη. Την τελευταία στιγμή αποφασίζουν για την κατεύθυνση: Βόρεια, ανατολικά ή δυτικά. Νότια είναι η θάλασσα.

Εναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέ

Ραγισμένα, σπασμένα, θρυμματισμένα, τα τοιχώματα του λατομείου απειλούσαν να συντριβούν. Θρυμματισμός, διάβρωση, αποσύνθεση, διάλυση, φερτά υλικά, λάσπη, χιονοστιβάδα, έκαναν παντού φανερή την παρουσία τους. Ο γκρίζος ουρανός έμοιαζε να καταπίνει τους σωρούς γύρω μας. Ιζημα, ετερόκλητα υλικά, μπάζα και αμμόπετρα, ξεχύνονταν από κατάγματα και ρήγματα. Ηταν μι ανυδρη περιοχή, ξασπρισμένη από τον ήλιο και ξερή. Απειράριθμες επιφάνειες εκτείνονταν προς κάθε κατεύθυνση. Ενα χάος από ρωγμές μας περιτριγύριζε.

Εναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέ

Ο Δημήτρης εμπλουτίζει συνεχώς μια ετερόκλητη συλλογή από αντικείμενα που βρίσκει στο τοπίο. Σύμφωνα με την έκφρασή του, τα “δανείζεται” από τη Φύση. Πίσω στο εργαστήριο, διαβάζω τις ετικέτες στα χαρτόκουτα: Φτερά χουρχουρίνου, νύχια γερακιού, δόντι αρουραίου, λεκάνη αλόγου, φύκια, σάζια, φτερά ακρίδας, καύκαλο χελώνας, κρανίο δελφινιού, κουκούτσια, φλούδες πεπονιού, καλάμια, πευκοβελόνες, ξυλάκια θάλασσας, φύλλα καστανιάς.

Εναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέξιεπτάοκτώεννέαδέκαέναδύοτρίατέσσεραπέντεέ

Γλυκό είναι να περιπλανιέσαι στην ιερή ερημιά

AOLIS MENSAE

AONIA TERRA

AMAZONIS PLANITIA

ALBA PATERA

ALBOR THOLUS

ARCADIA PLANITIA

ARSIA MONS

ARES MENSAE

ASCRAEUS MONS

DAEDALIA PLANUM

DAO VALLIS

ELUSIUM MONS

ELUSIUM PLANITIA

EOS CHASMA

HELLAS PLANITIA

HESPERIA PLANUM

HECATES THOLUS

ICARIA PLANUM

IUS CHASMA

ISIDIS PLANITIA

KASSEI VALLES

NILLI PATERA

OLYMPUS MONS

OPHIR CHASMA

ORCUS PATERA

PROTONILUS MENSAE

PROMETHEI TERRA

PAVONIS MONS

SYRIA PLANUM

SYRTIS MAJOR PLANUM

URANIUS THOLUS

και να χαίρεσαι να περπατάς, δίχως χρόνο

Αρχές Οκτώβρη, αργά το απόγευμα. Η τσιμεντένια αποβάθρα με μεταφέρει στο κέντρο της οκταγωνικής πλατφόρμας. Αυτή τη φορά δεν πάω μακρυά, λίγα χρόνια μόνο πίσω. Διασχίζω τη ζώνη ερημιάς του Ξενία. Το άδειο κτήριο εκπέμπει μια ερειπιώδη ησυχία. Σαν κάποιος να έχει χαμηλώσει της ένταση της πόλης και των ανθρώπων. Πλησιάζοντας προφταίνω να δω το ξεβαμμένο πράσσινο του Κωνσταντινίδη στις περσίδες των δωματίων.

ή

Φεβρουάριος, λίγο πριν νυχτώσει. Από τα παράθυρα του σπιτιού βλέπω τη θάλασσα. Σμήνη μαύρων πουλιών πετούν χαμηλά, κρώζοντας δυνατά. Βγαίνω και απορροφημένη από αυτήν εικόνα περπατώ γρήγορα κατά μήκος της παραλίας. Σύντομα βλέπω το υπερμεγέθες σιλό και τους γερανούς να γράφονται σκοτεινοί στη γκρίζα απόσταση. Διασχίζω τη ζώνη ερημιάς του Ξενία. Το άδειο κτήριο εκπέμπει μια ερειπώδη ησυχία. Σαν κάποιος να έχει χαμηλώσει την ένταση της πόλης και των ανθρώπων. Στο μέσον του κόκκινου διαδρόμου -μια διαδρομή με αρχή και τέλος- ξανασυναντώ τα ανησυχητικά, μαύρα πουλιά. Φτάνοντας στην παλιά ψαραγορά που έχει αρχίσει να εκκενώνεται, την βλέπω ήδη τελείως έρημη, θυμάμαι τη μελλοντική της ανακαίνιση. Η δραστηριότητα γύρω μου εξαυλώνεται και το μόνο που μένει από αυτό το θορυβώδες κέντρο συναλλαγών είναι ήχοι που συνωστίζονται ψηλά, κοντά στα θαμπά τζάμια της οροφής, σαν μύγες.

ή

Οκτώβριος 2005, σούρουπο. Εκείνες τις μέρες ήσουν συνέχεια στο μυαλό μου. Από τα ανοιχτά παράθυρα έβλεπα τη θάλασσα. Σμήνη μαύρων πουλιών πετούσαν χαμηλά, κρώζοντας δυνατά. Φοβήθηκα, θυμήθηκα τα πουλιά του Χίτσκοκ και έκλεισα τα παράθυρα. Απορροφημένη, περπάτησα γρήγορα κατά μήκος της παραλίας. Είχε μια περίεργη ησυχία, σαν κάποιος να είχε χαμηλώσει την ένταση της πόλης και των ανθρώπων. Διάσχισα τη ζώνη ερημιάς του Ξενία. Στο ύψος του κόκκινου διαδρόμου, άκουσα πάλι τα πουλιά να κρώζουν δυνατά…το όνομά σου! Λίγα μέτρα πιό κάτω, στο Παπαστράτος, εμφανίστηκες ως εκ θαύματος μπροστά μου, από ψηλά -όπως μου φάνηκε- και κατάμαυρος, σαν τα πουλιά.

ή

Ηταν σαν παραλλαγη της γνωστής σκηνής με το χέρι και τα μυρμήγκια από τον Ανδαλουσιανό σκύλο: αμέτρητα μικρά μάυρα έντομα ξεπηδούσαν απο το αιδίο μου. Αβίαστα και απαλά, σαν το νερό που κυλάει στο ρυάκι, ή σαν να τα γεννούσα δίχως προσπάθεια και πόνο. Δεν ένιωθα την παραμικρή σιχασιά ή φόβο, μόνο τα κοιτούσα μ’ αυτήν την ευχαριστημένη περιέργεια που κοιτάζει κανείς τη φρενήρη δραστηριότητα μιας μυρμηγκοφωλιάς. Το επόμενο πρωί κάθησες δίπλα μου στο αμφιθέατρο, είχες έναν μεγάλο έρπη στο επάνω χείλος. Εχει ξεραθεί το στόμα μου, είπες, και επέμεινα να πιείς από το μπουκάλι με το νερό που δεν είχα προλάβει να ανοίξω. Μετά από λίγο ανέβηκες στο βήμα και έβλεπα μαγεμένη, παρόλη την απόσταση, να ξεπηδούν απο τα μολυσμένα χείλη σου οι παρακάτω λέξεις: Η μέλισσα και η ορχιδέα δίνουν το παράδειγμα. Η ορχιδέα μοιάζει να σχηματίζει την εικόνα μέλισσας, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει ένα γίγνεσθαι-μέλισσα της ορχιδέας, ένα γίγνεσθαι-ορχιδέα της μέλισσας, κάποια διπλή σύλληψη αφού αυτό που καθένα (μέλισσα, ορχιδέα) γίνεται, δεν αλλάζει λιγότερο από αυτό το οποίο γίνεται. Η μέλισσα γίνεται μέρος του μηχανισμού αναπαραγωγής της ορχιδέας, την ίδια στιγμή που η ορχιδέα γινεται σεξουαλικό όργανο της μέλισσας.

 I DON’ T KNOW HOW I GOT HERE OR WHERE THIS PLACE IS. BUT IT IS FAMILIAR. IT COULD BE SOME SPOT OFF THE SOUTH MOTORWAY TO ATHENS, THAT IS, A DOT ON THE MAP, NEXT TO THE LINE THAT DENOTES THE MOTORWAY. SOME TIME BEFORE LEAVING THE CITY HER EYE CATCHES A BIG SIGN: ΤΑΦΟΙ ΒΕΝΙΖΕΛΩΝ –OR WAS IT IN ANOTHER JOURNEY? I DON’T KNOW HOW I GOT HERE OR WHERE THIS PLACE IS, ALTHOUGH IT LOOKS FAMILIAR. I REMEMBER VAGUELY SOME NAME MENTIONED IN THE TEXT - ΜΑΛΕΜΕ – I AM PERHAPS NEAR ΜΑΛΕΜΕ. IF I HAD A MAP OF CRETE I WOULD LOCATE ΜΑΛΕΜΕ AND ΧΑΝΙΑ ON IT: Μ Α Λ Ε Μ Ε  AND Χ Α Ν Ι Α WOULD BE TWO INDECIPHERABLE SETS OF STRAIGHT LINES ON THE MAP:

/  \  /  _  \  /  \ | _ _ _ / \ / \ | _ __  / \ / _ \ / \ / | / _ \

 Πήγα για να βρώ τη “ζώνη υγρασίας” κάτω από την μπετονένια γέφυρα -έχω ξανάρθει εδώ;- και να την φωτογραφίσω βιαστικά, γιατί ο χρόνος πίεζε, δεν μπορούσα να καθήσω με την ησυχία μου και να νιώσω την υγρασία. Ναι, είχα ξανάρθει εδώ, με αυτοκίνητο από τα Χανιά-μήπως ήταν τότε που είδα τη σήμανση για τους τάφους των Βενιζέλων;. Την πρώτη φορά, ο Βασίλης μου έδειξε τη διαστολή της μεταλλικής γέφυρας και μου είπε να φανταστώ την κίνηση του υλικού, νάτο! φαίνεται εδώ, η μετακίνηση ολόκληρης της μεταλλικής γέφυρας, διαστέλλεται και συστέλλεται αυτό το ερείπιο, είναι ζωντανο!! η μ ε τ α τ ό π ι σ η τ η ς γ έ φ υ ρ α ς  άρχισε να με καταδιώκει σαν λέξη που ζωντάνεψε.

ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΝΕΛΕΗΤΗΣ ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑΣ

Η ΚΟΙΤΗ ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ ΕΠΟΧΗ 

        Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΕΡΝΑ ΟΥΡΑΝΟΣ

                ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

                        ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ

                               ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΝΕΛΕΗΤΗΣ ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑΣ

                                          Η ΚΟΙΤΗ ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ ΕΠΟΧΗ 

                                                  Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΕΡΝΑ ΟΥΡΑΝΟΣ

                                                        ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

                                                                   ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ

                         ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΝΕΛΕΗΤΗΣ

                            Η ΚΟΙΤΗ ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤ

                                  Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΕΡΝΑ ΟΥΡΑΝ

                                 ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΕΝΗ ΓΡΑΜ

                  ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ

ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΝΕΛΕΗΤΗΣ

Η ΚΟΙΤΗ ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ ΕΠΟΧΗ

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΕΡΝΑ ΟΥΡΑΝΟΣ

ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ

Στο ταξίδι με το πούλμαν όλοι βρισκόμαστε σε κατάσταση εκκρεμότητας μέχρι να διατρέξουμε τα λίγα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από τα αλβανικά σύνορα. Το τοπίο γίνεται όλο και πιό φυσικό, οι κατασκευές σπανίζουν, το πράσσινο όλο και πιό βαθύ. Στα σύνορα δεν φαίνεται να συμβαίνει τίποτε το ιδιαίτερο, καμμία μετάβαση. Το τοπίο είναι απελπιστικά ίδιο, σαν να μην πήγαμε πουθενά. Το duty free των συνόρων θύμιζε σούπερ μάρκετ ελληνικής επαρχιακής πόλης. Στο αλβανικό έδαφος, ένα περιπολικό της αστυνομίας θέλησε να μας συνοδέψει στο εσωτερικό της χώρας. Ξεκίνησε αργά και μετά από λίγα μέτρα σταμάτησε. Οι αστυνομικοί βγήκαν, άνοιξαν το καπό και γρήγορα το ξανάκλεισαν. Σε λίγο εμφανίστηκε δεύτερο περιπολικό. Θα μας οδηγούσε στην Κορυτσά. Ρωτήσαμε το λόγο. Με τα πολλά μας είπαν ότι ήταν για λόγους ασφάλειας. Κοιτούσαμε έκπληκτοι, χωρίς να ανησυχούμε, διασκεδάζοντας και γελώντας. Το περιπολικό προηγήθηκε με ταχύτητα περίπου 30 χιλιομέτρων την ώρα, κορνάροντας συχνά και αναβοσβήνοντας τα φώτα του. Το οδόστρωμα ήταν διάσπαρτο από μικρές, βαθιές τρύπες. Το περιπολικό κινούνταν στην αριστερή λωρίδα βγάζοντας από το οδόστρωμα τα αυτοκίνητα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Συχνά τα ανάγκαζε να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Διανύσαμε τα 25 χιλιόμετρα που μας χώριζαν από την πόλη της Κορυτσάς σε περίπου μία ώρα. Δεξιά και αριστερά, οι άνθρωποι στα χωράφια κοίταζαν με περιέργεια και καχυποψία. Δεκάδες μισοτελειωμένες οικοδομές, γεμάτες μπαλώματα. Μπετόν δίπλα σε τούβλα, δίπλα σε τσιμεντόλιθους, δίπλα σε ξύλινα δοκάρια, δίπλα σε φύλλα από αμίαντο. Μερικά από τα γιαπιά είχαν κρεμασμένη μια μεγάλη αποτροπαική πάνινη κούκλα στο ψηλότερο σημείο. Κάρα που τα έσερναν γαιδούρια. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, ο αστυνομικός που οδηγούσε βγήκε από το αυτοκίνητο και μας κοίταξε με περήφανο και ευχαριστημένο ύφος: μας είχε φέρει σώους. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου όρμησαν επάνω μας και μας άρπαξαν τις βαλίτσες από τα χέρια. Εξω από την είσοδο του ξενοδοχείου τριγυρνούσε ένα νεαρό αγόρι που πουλούσε τσιγάρα, αναπτήρες κια σπίρτα, όλα με τη σειρά τοποθετημένα σε ένα ρηχό χαρτοκιβώτιο από μπύρες Amstel. Τα τοιχώματα ήταν επενδεδυμένα με καφέ αυτοκόλλητη μονωτική ταινία.Το βλέμμα του ζωντάνεψε όταν μας είδε, ήξερε και λίγα ελληνικά. Το πάτωμα ήταν ασκούπιστο κάτω από το κρεββάτι, οι κουβέρτες έμοιαζαν ατίναχτες από καιρό. Στο μπάνιο, υπήρχε ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένες πλαστικές παντόφλες. Τις έκλεψα. Λίγο αργότερα, στον μουσουλμανικό τομέα της πόλης, έχασα για τα καλά το κέφι μου. Τράβηξα ελάχιστες φωτογραφίες - τι είχαμε έρθει να κάνουμε εδώ; Οι περισσότεροι φωτογράφιζαν τα εξαθλιωμένα παιδιά, το μάτι μου πήρε δυο-τρία κορίτσια σε εφηβική ηλικία να ξεμυτίζουν από περιφραγμένες αυλές και να ξανακρύβονται αμέσως μόλις έβλεπαν τις φωτογραφικές μηχανές και τις βιντεοκάμερες. Μια χοντρή, μεσόκοπη γυνάικα με βρακιά καθόταν καταγής στο πεζοδρόμιο. Πάνω σ’ ένα ανοιγμένο χαρτοκιβώτιο είχε απλώσει δύο σκονισμένα σακουλάκια bake rolls και τρία πακέτα χαρτομάντηλα, ελληνικά, με το πλαστικό τους περίβλημα κάπως βρώμικο. ‘Ολα προς πώληση. Μπήκαμε διστακτικά, αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας , σ’ ένα παλιό τζαμί γεμάτο με τοιχογραφίες που απεικόνιζαν τοπία. Στον περίβολο, μια ομάδα ξυπόλητων παιδιών και μια γυναίκα, ζητιάνευαν. "Έπρεπε να είχαμε φέρει κάτι μαζί μας, να τους δώσουμε», είπε κάποιος, «τίποτα γλυκά, ή καραμέλες, πώς δεν το σκεφτήκαμε…” Ο μικροπωλητης τσιγάρων μας είχε ακολουθήσει από το ξενοδοχείο, μερικοί αναρωτήθηκαν αν θα έπρεπε να ανησυχήσουμε.

Ξέρεις πώς βρέθηκες εδώ και που είναι αυτό το μέρος; Αυτός ο τόπος αναζητά μιά ορισμένη αμνησία. Είναι ένας τρόπος συνάντησης με αυτό που η γλώσσα ονόμασε με τη λέξη Αλήθεια. Ξυπνώντας βρίσκεσαι αλλού. Γυρνώντας όμως τις σελίδες μεταφέρεσαι στα σύνορα που σχεδιάζουν η Γέφυρα του Μάλεμε, το Μνημείο των Εξαρθρωμένων Κατευθύνσεων και η Νήσος των Μακάρων. Στην πραγματικότητα το Αλλού δεν είναι τόσο ανοίκειο: Φυσάει, κάνει ζέστη και όλα είναι γκρίζα. Είκοσι χιλιόμετρα ανελέητης αναποφασιστικότητας μεταξύ σκόνης και ηλιοφάνειας, πάνω στη γέφυρα και μέχρι τον κόμβο. Περιστρεφόμενος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ πολέμου και μνημείου, εκτοπισμένος στην Επικίνδυνη Ζώνη. Οι σελίδες της Ιστορίας γυρνούν, μια σκουριασμενη κουλούρα σύρμα κρατάει το σώμα της ανοιχτό σαν σπηλιά. Το σώμα της ιστορίας ειναι κενό και όλα τα ένδοξα ονόματά της σκορπίστηκαν για να ονομάσουν τοπία στον ‘Αρη.

Οταν φτάσαμε στο Μεσσολόγγι είχε βραδιάσει. Το πρώτο που παρατηρήσαμε ήταν τα νέον φώτα του HOTEL LIBERTY απέναντι απο την πύλη εισόδου της πόλης. Τα δωμάτια του δεύτερου ορόφου πρέπει να βλέπουν στον ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ. Την επομενη θα αναζητήσουμε το ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΙΡΟΝ. Το πρωί βλέπουμε παντού γύρω μας γαλανομάτηδες, δεν είναι λογικό, μάλλον πρόκειται για μια συλλογική επέμβαση προσθετικής ματιών. Από την κεντρική πλατεία κατηφορίζουμε την ΟΔΟ ΛΟΡΔΟΥ ΜΠΑΙΡΟΝ, γεμάτη με καθε είδους μικρομάγαζα, τουριστικά, διάφορα άλλα εμπορικά και μπακάλικα, ανακατωμένα. Λίγες δεκάδες μέτρα πιο κάτω, ο δρόμος αλλάζει όνομα και γίνεται ΟΔΟΣ ΘΥΣΙΑΣ. Καταλήγει στα τείχη της ιερής πόλης του Μεσσολογγίου. Ξαναβλέπουμε το HOTEL LIBERTY στο φως της μέρας. Το ισόγειο του κτηρίου καταλαμβάνεται κατά το ήμισυ από ένα κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών. Στις τέντες του διαβάζουμε: SUPER MARKET ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΙΜΠΕΡΤΥ , LIBERTY Α.Ε. Στις βιτρίνες του: ΦΘΗΝΟΤΕΡΑ 35%. Το ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ LIBERTY βρίσκεται από την άλλη πλευρά του κτηρίου. Στην οροφή του ξενοδοχείου και της απέναντι οικοδομής ξαναβλέπουμε τα φώτα νέον που μας τράβηξαν την προσοχή το προηγούμενο βράδυ.: ΕΙΔΗ ΑΛΙΕΙΑΣ - ΕΙΔΗ ΥΓΙΕΙΝΗΣ LIBERTY. LIBERTY ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ.

Ε   Ν   Ε   Ρ   Γ   Η   Τ   Ι   Κ   Η        Μ   Ε   Τ   Ο   Χ   Η

Εγώ

Προσμένοντας  καθηλωμένη

Στην ύστατη πραγματικότητα του σώματος

Εσύ

Γιορτάζοντας αέναα και αυτοματικά

Τον κυρίαρχο επεκτατισμό του ηλιακού πλέγματος

Αναρθρα αγαπώντας

Υπνωτισμένοι ταξιδεύοντας

Αμήχανοι προ-βλέποντας

(Εσύ χαμογελάς)

Τη συντομότατη διάρκεια

Αυτού του αυγουστιάτικου ελληνικού λυκόφωτος.

Ξέρω που είμαι και πώς βρέθηκα εδώ αλλά το μέρος είναι ανοίκειο. Γύρω μου μιλούν για κάποιο ψαροχώρι, ήσυχο, γραφικό, κυρίως ασφαλές και οικονομικό, κατάλληλο για τις θερινές διακοπές ηληκιωμένων και νηπίων. Ο κόλπος είναι βαθύς και κλειστός, τα νερά ρηχά και χλιαρά, ο βράχος πίσω μου ψηλός και κάθετος, φράζει τον αέρα και μια πηχτή υγρασία κάθεται πάνω στο δέρμα σαν γλίτσα. Η ίδια γλίτσα θα μας ταλαιπωρήσει λίγες μέρες αργότερα όταν, επιστρέφοντας από τις διακοπές, διασχίζουμε την Αργολική πεδιάδα με αυτοκίνητο χωρίς κλιματισμό, στους 43 βαθμούς.  Λίγο η ζέστη, λίγο τα κτήματα με τα ξυνά, πιο πολυ εκείνο το βουνό στα δεξιά που οι παλιοί το λέγαν Κιάφα και που στην πίσω του πλαγιά είχανε κτήματα κάτι χωριανοί της, -τι κτήματα; καπνά; - Όχι, ελιές… και η μητέρα μου θυμήθηκε ότι κάπου εκεί κοντά ήταν και ένα χωριό που τότε, -όταν ήμουν κοπέλα- το λέγαν Χώνικα  -Από ‘κει ήταν η γιαγιά σου, η Ολυμπία. Τα ξαδέρφια μας έχουν το καφενείο κοντά στην εκκλησία, πάμε μια βόλτα να τους δούμε;  Το χωριό έχει αλλάξει όνομα και δεν μπορούμε να το βρούμε στο χάρτη. Η μνήμη της μητέρας δεν ήταν ποτέ καλή, το ίδιο και η ικανότητα προσανατολισμού της. Οι αναμνήσεις της είναι σαν τόποι που άλλαξαν όνομα και δεν υπάρχουν πιά στον χάρτη. Ισως χρειαστεί να φτιάξω κάποτε έναν χάρτη που να εναποθέτει τις αναμνήσεις της πάνω στους ξαναβαπτισμένους τόπους. Εχει κανείς την τάση να βλέπει στους χάρτες πράματα που δεν υπάρχουν. Θυμάται όμως αμυδρά το Αρχαίο Ηραίο κάπου εκεί κοντά, δηλαδή έναν μη ανεσκαμμένο αρχαιολογικό χώρο μ’ ένα μακρύ χαμηλό τοίχο και με μια πινακίδα που πληροφορεί για την ύπαρξη του ναού της Ηρας σ’ ενα πολύ οριζόντιο τοπίο. “Νέο Ηραίο”, λέγεται τώρα ο Χώνικας, μας λέει ένας ντόπιος. 

Τα απογεύματα, αφήνω τη μικρή παραλία, προσπερνώ τις ψαροτεβέρνες και περπατώ δίπλα στις αυτοσχέδιες ξύλινες αποβάθρες. Κουρασμένες, παραπονεμένες, πολλές φορές επιδιορθωμένες, περνάω ώρες διαβάζοντας τα μπαλώματα, τα καρφώματα, τα μερεμέτια, με κάθετα και οριζόντια σανίδια, λιγότερο ή περισσότερο φθαρμένα, σπανίως καινούργια. Παλέτες, στρογγυλά καπάκια από καρούλια της ΔΕΗ, παροπλισμένα ξύλινα παραθυρόφυλλα και πορτόφυλλα, λεπτά φύλλα κοντραπλακέ ή πάνελ μονωτικών υλικών, όλα ξεβαμμένα απο τον ήλιο και την αρμύρα, σ’ αυτό το απαλό θερμό γκρίζο χρώμα που στέλνει τη ματιά απέναντι, στα ψυχρά γκρίζα του ορίζοντα και των βουνών. Σκουριασμένες χοντρές πρόκες εξέχουν απο παντού, άλλοτε στο χρώμα της ψημένης όμπρας και άλλοτε χοντροκόκκινες με μικρές λάμψεις από κόκκινο καρμίνας. Στηρίζονται σε μεταλλικές κυλινδρικές κολώνες που πατάνε σε σαμπρέλες γεμισμένες με πέτρες ή και πάνω σε μεγάλα τούβλα. Δύο από αυτές, δεν είναι ξύλινες. Ακανόνιστα μονοπάτια από πλατιές, επίπεδες πέτρες, από κομμάτια τσιμέντου, από τσιμεντόλιθους, από σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου. Πιο σταθερές αλλά λιγότερο ευχάριστες στο πάτημα, χωρίς την ελαστικότητα των ξύλινων, με πιο βαριά φωνη, οι τσιμεντένιες αποβάθρες δεν τραγουδούν το ίδιο καλεσμα. Μερικές απο τις ξύλινες, διακλαδίζονται αριστερά και δεξιά για να υποδεχτούν ακόμα περισσότερες ψαρόβαρκες. Αβέβαια μονοπάτια μέσα στη θάλασσα, τελειώνουν γρήγορα και παραμένουν αφετηρίες. Στο πιο βαθύ σημείο του κόλπου, βρίσκω τη λιμνοθάλασσα ανάμεσα σε ψηλά βούρλα και ύποπτα κουνούπια. Η απόλυτη επιπεδότητα του τοπίου το κάνει κάπως απειλητικό, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβεται πίσω απο τα βούρλα της όχθης και η σιωπή μπορεί να είναι παραπλανητική. Εδώ, δεν φυσάει ποτέ.

Πελοποννησιακά ιερογλυφικά: Μεση ταχύτητα στις παλιές εθνικές οδούς, 40 χιλιόμετρα ανά χιλιετία. Το αυτοκίνητο τσουλάει εύκολα και σχεδόν ανεξέλεγκτα μέχρι τη Μάνη. Οι αφίσες στα μαγαζιά της Καρδαμύλης ανακοινώνουν το εγχείρημα: Off Shore project, Καρδαμύλη 25/7-5/8 2012.  Τη στιγμή που αντικρύζει κανείς την αφίσα στη τζαμαρία, το προτζεκτ αυτοκαταργείται. Αν γινόταν κρυφά, μυστικά, αν δεν ανακοινωνόνταν ως τέτοιο και δεν αναγραφόταν, ίσως να ενεργοποιούσε κάτι που δεν είναι ορατό αλλά είναι παρών ως φάντασμα. Η τέχνη είναι ίσως σήμερα, στο πεδίο του αόρατου. Και ο θεατής πρέπει ν’ αγνοεί ότι είναι θεατής έτσι ώστε να παγιδεύεται στο συμβάν και να επιτυγχάνει τη διάρρηξη του είναι του. Την ιδια στιγμή που, καθισμένη στην καφετέρια βλέπω απέναντι το νησί που φιλοξενεί τους καλλιτεχνες, η αφίσα γίνεται ανάγλυφη. Σκαλίζεται στην πέτρα, το ίδιο και η τζαμαρία και τα βιαστικά γκαρσόνια και οι βορειοευρωπαίοι παραθεριστές και η θάλασσα που λαμπυρίζει. Ολόκληρη η Καρδαμύλη πετρώνει. Σε αυτόν τον τόπο της απόλυτης ακινησίας παρατηρεί κανείς, παροπλισμένος και ανήμπορος μια διαρκή, στιγμιαία, αυτόματη και απείρως επαναλαμβανόμενη απολιθωματοποίηση. Γίνεται μάρτυρας μιας πραγματικότητας σκαλισμένης σ’ ένα αδιαπέραστο πέτρινο επίπεδο, ή μάλλον σε ένα εκτός χρόνου επίπεδο, γιατί -εδώ είναι Μάνη!-είπε κάποιος απο τους επισκέπτες,-καταλαβαίνετε που βρίσκεστε; Καταλαβαίνω μόνο την αβάσταχτη αδράνεια της πέτρας. Πέτρινες ελιές, πέτρινα στάχυα στο χρώμα της τεφρής ώχρας. Πέτρινες οι μπουκαμβίλιες και τα πρώτα σύκα στα σούπερ μάρκετ, 5.70 το κιλό. Η παλιά Καρδαμύλη μόνο, η μεσαιωνική, δεν είναι πέτρινη, ειναι χάρτινη, ή από μπάλσα, σαν μακέτα 1:1. Στο νησί απέναντι, Μερόπη το λένε -παλιά το ελεγαν Αμυγδαλώνα γιατί ήταν γεμάτο με αμυγδαλιές, οι μισοί καλλιτέχνες συζητούν και οι αλλοι μισοί φτιάχνουν κάτι με τα χέρια. Μια κοπέλα πλέκει καθισμένη στα ρηχά, μια άλλη υφαίνει σε κάποιον αυτοσχέδιο αργαλειό. Κάποια άλλη σχεδιάζει προσεκτικά και με λεπτομέρειες ένα χάρτη της ακτογραμμής. Μια άλλη με πληροφορεί ότι δουλεύει ιδιωτικά, μέσα στη σκηνή της, κεντώντας μια μικρή εικόνα. Μερικοί φτιάχνουν κάτι ενώ συζητούν, πλέκουν δυό σκοινιά, συνταιριάζουν ξυλάκια που ξέβρασε η θάλασσα μαζί με βοτσαλάκια. Εργόχειρο, το έργο των χεριών, μνημοτεχνική και ληθοτεχνική μαζί. Βυθίζομαι στην επαναλαμβανόμενη, υπνωτιστική κίνηση των χεριών και των δαχτύλων. Συγκεντρωμένος στη δουλειά του, ξεχνάει κανείς πού βρίσκεται και έτσι υφαίνει τον τόπο του. Το εργόχειρο ορίστηκε από τούς πατέρες γιά τούς ασθενείς στό λογισμό, διότι στούς τέλειους προξενεῖ ταραχή. Αυτοί που συζητούν καθισμένοι σε κύκλο κάτω από τις ελιές συντάσσουν κάποιο είδος διακήρυξης. Κάποιος κάθεται άπραγος, εξαντλημένος από τον ήλιο. την έλλειψη ατομικότητας, την αμηχανία και την πυρετώδη δραστηριότητα των χεριών. Τραβάω κατά λάθος μερικές υπερφωτισμένες φωτογραφίες, τους ανθρώπους, τις σκηνές, τα διάφορα ίχνη της εφήμερης κατοίκησης, την υπαίθρια αυτοσχέδια κουζίνα, το εκκλησάκι που έχει μετατραπεί σε αποθηκη, μια πρόβα περφόρμανς κάποιας από τους καλλιτέχνες που θα προσβάλλει τα ήθη των ντόπιων. Τα καμένα από το φως μέρη των φωτογραφικών εικόνων είναι σαν τις τρύπες στην ύφανση της φθαρμένης πετσέτας που βρίσκω απλωμένη πάνω στο βραχάκι. Την κλέβω.

Θα λεγα, πως για μένα, το να γράφω βιβλία ισοδυναμεί με το να συντάσσω μια ταξιδιωτική αναφορά που θ’ ανακαλούσε τόπους απ’ όπου έχω περάσει. Μπορεί κανείς να τους επισκεφτεί κι ωστόσο να μην τους αναγνωρίσει από την περιγραφή μου. Αλλοι θα τους περιγράψουν και δεν θα πρόκειται καθόλου για τους ίδιους τόπους. Οποιος μπορεί ν’ ανακαλύψει μέσα του αυτούς τους ίδιους τόπους, καθιστά τη δική μου περιγραφή άχρηστη. Η αληθινή φιλοδοξία μου δεν είναι άλλη από το να βρω συνεργούς κατάλληλους να κατοικήσουν αυτούς ακριβώς τους τόπους. Αρκεί να μου παρασχεθεί η βεβαιότητα ότι αυτοί οι τόποι υπάρχουν από μόνοι τους, και θα σταματήσω ευθύς να γράφω. Από τη βεράντα του ξενώνα της Σχολής Καλών Τεχνών που μας φιλοξενεί τα τελευταία καλοκάιρια στην Υδρα, βλέπω τις ακτές της Πελοποννήσου, απέναντι. Κάθε καλοκαίρι, όπου και να πάω στην Ελλάδα, με βασανίζουν οι ίδιες ώχρες, αλλά οι ώχρες του φετινού καλοκαιριού μου προκαλούν ασφυξία, ξεχνάω ν’ αναπνεύσω. Ανάμεσα σε μια μακρυά εισπνοή και εκπνοή, μετράω: τέσσερα και τέσσερα=8 και προσπαθώ να χωρέσω το παρόν: αδύνατο. Στο ιστορικό αρχείο και μουσείο της Υδρας, στο έκθεμα Νο 397, στριμωγμένο σ’ ένα μικρό τοιχάκι ανάμεσα στις δύο του αίθουσες, ξανασυναντώ τις διακοπές στην ύφανση, τις τρύπες. Σπάραγμα της τελευταίας γαλανόλευκης σημαίας του βρικίου «’Αρης» του Αναστασίου Τσαμαδού. Μόνο μια υποψία ύφανσης έχει απομείνει εδώ, οι τρύπες έχουν απλωθεί. Μεταξύ άλλων, βρίσκονται επίσης εκεί τα εκθέματα: -Νο 118: Η νίκη του Ελληνικού Στόλου κατά του Τουρκικού στη μεγάλη ναυμαχία μεταξύ Λήμνου και Τενέδου (5-18 ιανουαρίου 1913) Δωρεά Δημητρίου Μαυριδερού. -Νο 34: Το αντιτορπιλικό «θύελλα» κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων. Εργο λαικού ζωγράφου. Μεικτή τεχνική.  -No 201: «Ο Αφανής Ναύτης». Αντίγραφο σε σμίκρυνση του αγάλματος του Αφανούς Ναύτου. Το πρωτότυπο βρίσκεται στο ναύσταθμο Σούδας στην Κρήτη. ‘Εργο του καλλιτέχνη Κωνσταντίνου Ντουσάκη. Δωρεά Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Το έκθεμα Νο 81. Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ». Τσιγκογραφία. Εργο του Π. Ζουρδού. (Δωρεά Θεοδώρου και Ευπραξίας Ρούσση)-Νο 115: Λαική εικόνα από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων: Η ανατίναξη του Τουρκικού θωρηκτού  Φετχί-Μπουλέντ από το ελληνικό Τορπιλοβόλο 11 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης 19-10-1912. -No 326: Χρυσοκέντητη νυφική μαντήλα. Ανήκε στην υδραία Αικατερίνη Νικ. Λούση. Β’ ήμισυ 19ου αι. (Δωρεά Αικατερίνης Δημ. Λούση-Ραφαλιά, εγγονή Αικατερίνης Νικ. Λούση). -Νο 46. Σπάθη αξιωματικού Ελληνικού πεζικού με κυρτή λάμα και θήκη. (1910) Υπόδειγμα Μ 1868.  -Νο 20: Σπάθη Βρετανού ιππέα (1890). -Το Εκθεμα (χωρίς αρίθμηση) Μεταγραφή διπλώματος που απένειμε ο Βασιλιάς της Ελλάδας Οθων στον ιερέα Δημήτριο Γ. Μερκούρη ο οποίος διέπρεψε στο πλόίο “Μιλτιάδης” κατά την διάρκεια της Επανάστασης. -Νο 7: Τουρκικός μπαλτάς, 19ος αι.(α.ε. 398) (Δωρεά Δημητρίου Μαυριδερού).-Νο 204: Ακρόπρωρο με τη μορφή γυναίκας που κρατά προστατευτικά μικρό λέοντα. Διαστ. 52χ21 εκ. 19ος αι.-No 206: Ξυλόγλυπτο διακοσμητικό μέλος (Ακρόπλιον) πλοίου του Αγώνα. Απο το «Κέρας της Αμάλθειας” εξέρχονται διάφοροι καρποί. Διαστ. 1,46χ38 εκ. 19ος αι. -Νο 350: Η “Μεγάλη Χάρτα” του Ρήγα. Φιλοτεχνήθηκε απο τον Ρήγα Βελεστινλή ή Φερραίο και τυπώθηκε στη Βιέννη το 1797. Διαστάσεις:2,7χ2 μ. (Δωρεά Δημ. Αν. Ζογγού)-Νο 257: Η καρδιά του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη. Ασημένια λύκηθος περιέχουσα ταριχευμένη την καρδιά του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη. Προσεφέρθη από τον Βασιλέα Οθωνα στη γενέτειρα του Ναυάρχου, Υδρα.

Δεν ξέρω πού είμαι, ούτε πώς βρέθηκα εδώ αλλά το μέρος είναι γνωστό. Ισως να είναι κάπου κοντά στην παλαιά Εθνική Αθηνών-Κορίνθου, δηλαδή ένα σημείο πάνω στο χάρτη, κοντά στη γραμμή που δηλώνει τον αυτοκινητόδρομο. Στέκομαι πάνω σε μια μπετονένια γέφυρα σε ασυνήθιστα μεγάλο ύψος από το έδαφος. Ολα είναι γκρίζα. Ο αέρας είναι γεμάτος από κάποια λεπτή σκόνη και αναπνέω με αγωνία. Μια απροσδιόριστη εποχή, ίσως να είναι φθινόπωρο, ή άνοιξη, ή ακόμα και ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ήλιος είναι έτοιμος να εκραγεί μετά από ώρες και ώρες ανελέητης ηλιοφάνειας. Πίσω από την σκόνη που φοβάμαι να εισπνεύσω, μαντεύω ένα θυμωμένο ήλιο. Δεν έχω θέα του τοπίου από κάτω αλλά ξέρω καλά πώς είναι: αρρωστημένα ελαιόδεντρα με σκονισμένα φύλλα από το γειτονικό λατομείο, ένα μικρό νεκροταφείο με μια σειρά κυπαρίσσια να μισοκρύβουν τον πέτρινο τοίχο που το περιβάλλει, μια άθλια κλωστουφαντουργία, με στεγες από ελενίτ χτισμένη όπως-όπως σε κάποιου το χωράφι στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ένας μη ανεσκαμμένος αρχαιολογικός χώρος, πρόχειρα περιφραγμένος, χορταριασμένος και γεμάτος σκουπίδια, το διπλό τόξο του λόγκο των μακντόναλντς να εξέχει σαν μυστηριώδες ιερογλυφικό από κάποιο ερειπωμένο μέλλον, μερικά σκόρπια, μικρά σπίτια σαν άσπροι κύβοι, αμήχανα τοποθετημένα στο τοπίο και στο βάθος, η θάλασσα. Δεν έχει πολύ κίνηση πάνω στη γέφυρα, μερικά γιωταχί, πιό πολλά φορτηγά που με προσπερνούν με μεγάλη ταχύτητα. Ανάμεσα στα διερχόμενα οχήματα, στην απέναντι πλευρά του οδοστρώματος, διακρίνω μια φιγούρα ακίνητη σαν άγαλμα που με κοιτάζει επίμονα. Αναγνωρίζω έκπληκτη τη γιαγιά μου, μητέρα της μητέρας μου, νεκρή εδω και χρόνια. Από την ηβική χώρα μέχρι τον θώρακα το σώμα της είναι κενό σαν καποιος να αδειασε ό,τι βρισκόταν εκέι μέσα με ένα μεγάλο κουτάλι. Δεν υπάρχουν όργανα, σάρκες και κόκκαλα. Μόνο δέρμα. Μια σκουριασμένη κουλούρα χοντρο σύρμα κραταει το σώμα στη θέση του. Αυτή η σκουριά είναι το μόνο χρώμα μέσα στο τεφρό. Αλλάζω μάτια. Προσαρμόζω το στέλεχος με τους σύνθετους οφθαλμούς τύπου οπτικής υπέρθεσης. Ενεργοποιώ την καλύτερη επιλογή, τα 28.000 οφθαλμίδια της μεγάλης λιβελλούλας. Μπλέ. Κάθε οφθαλμίδιο μου προσφέρει έναν κόκκο της εικόνας. Επιλέγω την γωνία των αξόνων του κάθε οφθαλμιδίου. Ελπίζω να εντοπίσω με ακρίβεια τα μέρη της εικόνας που λείπουν.Τα μικρά κενά θα συμπληρωθούν από το σύνολο. Γκριζάρω το τοπίο ακόμα περισσότερο, πλησιάζω σε έναν χρωματικό αποκορεσμό της τάξης του 90%. Κυρίως δεν αντέχω τη θέα του χρώματος της σκουριάς στην άδεια κοιλιά της γιαγιάς μου. Και με αγχώνει η απειλή του ουρανού να εκραγεί, δεν ξέρω τι να περιμένω απ’ αυτές τις ρωγμές… Πρέπει να βρω ένα τρόπο να βλέπω τα πάντα ταυτόχρονα και περιμετρικά. Και από ψηλά, να τα ελέγχω! ενα τεράστιο σκάνερ θα ήταν χρήσιμο, θα σκανάριζε το τοπίο συνεχώς έτσι που να βλέπω την κάθε στιγμή 16:45:23, 17:57:02, 04:09:33, 21:50:10, 03:37:19, 12:12:12, 07:28:53, 15:30:01, 16:44:25, 08:12:54, 01:37:08,

Previous
Previous

here we are...home at last#1

Next
Next

antidoron